-
1 αλινδεομαι
ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι1) валяться, кататься по земле(ἀλινδούμενος ἵππος Plut.)
2) странствовать, скитаться(ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόνα Anth.)
-
2 αλινδομαι...
ἀλίνδομαι...ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι1) валяться, кататься по земле(ἀλινδούμενος ἵππος Plut.)
2) странствовать, скитаться(ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόνα Anth.)